Σκηνοθεσία:Michael Curtiz
Σενάριο:Julius J. Epstein-Philip G. Epstein
Ηθοποιοί:Humphrey Bogart-Ingrid Bergman-Paul Henreid
Πρεμιέρα: 26 Νοεμβρίου 1942
Περιγραφή:
Έχει χαρακτηριστεί ως η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Τιμήθηκε διαχρονικά ως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα κινηματογραφικού μελοδράματος. Τόσο η διαρκώς ανατροφοδοτούμενη υστεροφημία του, όσο και οι άφθονες αναφορές σε μεταγενέστερες και μοντέρνες δημιουργίες του σινεμά, συνηγορούν πως ο ορισμός της κλασσικής ταινίας, είναι ο μόνος ικανός να την χαρακτηρίσει με συνέπεια. Αν δεχτούμε, δηλαδή, πως εκτός των άλλων, κλασσικό θεωρείται το έργο εκείνο που όχι μόνο αποτελεί ορόσημο για την ιστορία της Τέχνης, της έβδομης εν προκειμένω, αλλά καταφέρνει και να συντηρείται «αιώνια» στη ζωή, εμπνέοντας τους μετέπειτα καλλιτέχνες και ανασαίνοντας μέσα από τις δημιουργίες τους, με ανέγγιχτη φρεσκάδα και λάμψη.
Ο χρόνος υπήρξε μοναδικά γενναιόδωρος μαζί της και έτσι η «Casablanca», χωρίς να συνοδεύεται από αβανταδόρικες συγκυρίες, όπως καυτά παρασκηνιακά επεισόδια ή τραγικές ατυχίες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, κατάφερε σχεδόν τελολογικά να αναχθεί σε μύθο, σε ένα μεγαθήριο του παγκόσμιου σινεμά.
Γυρισμένη στα 1942, από τον Michael Curtiz, η «Casablanca» μας μεταφέρει στην ομώνυμη γαλλική αποικία, η οποία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τελεί υπό γερμανική κατοχή. Χωνευτήρι απατεωνίσκων, φυγάδων αλλά και αγωνιστών και επίδοξων επαναστατών, η Casablanca, αποτελεί το τελευταίο σύνορο για όσους επιθυμούν να διώξουν από πάνω τους την ασφυκτική σκιά της ναζιστικής Ευρώπης και να πετάξουν προς τη Γη της Επαγγελίας, την Αμερική.
Στο μέρος αυτό, όπου λαοί και φυλές αναμειγνύονται μέσα στη σύγχυση του πολέμου, ο Richard (Humphrey Bogard), αμερικανικής καταγωγής και φυγάς από το Παρίσι, είναι ιδιοκτήτης του διάσημου μπαρ «Rick's Cafe Americain», τόπου συνάντησης των ηρώων αυτού του τραγικού ιστορικού λίμπο. Οι γνωριμίες του και οι συναναστροφές του τόσο με τον υπόκοσμο, όσο και με τους κατακτητές, εξασφαλίζουν την επιβίωσή του. Η εμφάνιση στο μπαρ της γοητευτικής γυναίκας (Ingrid Bergman) και του συζύγου της (Paul Henreid), θα φέρει στο φως μία πικρή ερωτική ιστορία, υπενθυμίζοντας πως η αγάπη δεν παύει να καταστρώνει τα απρόβλεπτα, σαρωτικά σχέδιά της, ακόμα κι όταν ο άνθρωπος μοιάζει κύριος των καταστροφικότερων δυνάμεων.
Και μόνο η αναφορά στα ονόματα των συντελεστών, προδίδει πως οι ερμηνείες δεν μπορεί παρά να αποτελούν το δυνατό χαρτί της ταινίας. Ο Bogie ενσαρκώνει τον, κατά γενική ομολογία, πιο επιτυχημένο ρόλο της καριέρας του, έναν ρόλο ο οποίος συνοψίζει όλα εκείνα τα στοιχεία των προδομένων, μελαγχολικών, σκληρών ωστόσο ριψοκίνδυνων και έτοιμων να θυσιαστούν για την αγάπη, ηρώων που συνήθιζε να υποδύεται. Η Bergman, ευλογημένη από τη φύση αλλά και τις Μούσες, ερμηνεύει με μοναδική επιτυχία, μία ηρωίδα παγιδευμένη στη φρίκη του πολέμου, αλλά και στα τραγικά διλήμματα του έρωτα. Σε δεύτερους, αλλά όχι υποδεέστερους ρόλους, οι Claude Rains και Peter Lorre, συμπληρώνουν με το μοναδικό τους ταλέντο αυτή την αξέχαστη ιστορία.
Από την άλλη μεριά, το ομολογουμένως δύσπεπτο σενάριο και η προσπάθεια συνδυασμού ενός αρκετά συνηθισμένου μελοδράματος με την ιστορική καταγραφή, εγχείρημα που όχι αδικαιολόγητα μπορεί να αμφισβητηθεί, θα έμοιαζαν να βρίσκονται κάλλιστα σε θέση να πλήξουν το τελικό αποτέλεσμα. Οποιαδήποτε τέτοια ατέλεια, ωστόσο, αποδεικνύεται αδύναμη να αγγίξει κάτι κατοχυρωμένο από το χρόνο και τις συνειδήσεις των απανταχού κινηματογραφόφιλων. Σχεδόν κάθε σεκάνς της ταινίας θεωρείται από καιρό κλασσική, ενώ οι χαρακτήρες και η ιστορία της «Casablanca» αποτελούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν για πολύ καιρό ακόμη, σημείο αναφοράς. "Play it again, Sam!";;"Humphrey Bogart
Που και πότε ;
Την Παρασκευή 6 Μαΐου στο Αμφιθέατρο 437, στις 17:30
ΠΡΟΣΕΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ